- ὑποκρέκειν
- ὑποκρέκωanswer in soundpres inf act (attic epic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
υποκρέκω — ΜΑ μτφ. εναρμονίζομαι, προσαρμόζομαι αρχ. 1. (μτβ.) (σχετικά με μουσικό όργανο) κρούω ήρεμα τη χορδή 2. (αμτβ.) (για έγχορδο όργανο) βγάζω χαμηλό ήχο 3. (κατά τον Ησύχ.) «ὑποκρέκειν ἐπὶ τῶν ἵππων πορεία τις, τρόπος, βῆμα». [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + … Dictionary of Greek